- ήτορ
- ἦτορ, το (Α)(επικ. και λυρ. λέξηστον Όμηρο μόνο σε ονομ. και αιτ.η δοτ. ἤτορι μόνο στον Σιμων.)1. η καρδιά α) ως μέλος τού ανθρώπινου σώματος («στήθεσι πάλλεται ἦτορ», Ομ. Ιλ.)β) ως έδρα τής ψυχής, τής ζωής, η ζωή («μή πως φίλον ἦτορ ὀλέσσῃς», Ομ. Ιλ.)γ) ως έδρα τών συναισθημάτων, κυρίως τής χαράς, τής λύπης, τής οργής, τής δυσαρεστήσεως («Ἀτρεΐδης δ' ἄχεϊ μεγάλῳ βεβολημένος ἦτορ», Ομ. Ιλ.)δ) γενικώς ως έδρα τών επιθυμιών και κάθε εκδήλωσης τού ψυχικού ή διανοητικού βίου («κατεπλήγη φίλον ἦτορ», Ομ. Ιλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Αρχ. θ. σε -r που στην αιολ. διάλεκτο αντιπροσωπεύεται ως -ορ (ή -ρο) (πρβλ. τέτ-ορ-τος αντί τέτ-αρ-τος). Η λ. συνδέεται με αρχ. ισλ. œ?r «φλέβα», αρχ. άνω γερμ. ād(a)ra, μσν. άνω γερμ. āder «φλέβα, νεύρο», στον πληθ. «έντερα». Η λ. δήλωνε την «καρδιά» περισσότερο ως έδρα τών συναισθημάτων παρά ως όργανο τού σώματος.ΠΑΡ. ήτρον.ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) αρχ. μεγαλήτωρ, φιλήτωρ].
Dictionary of Greek. 2013.